Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασιν

См. также в других словарях:

  • κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… …   Dictionary of Greek

  • επίσσυτος — ἐπίσσυτος, ον (Α) [επισεύομαι] 1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.) 2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»